- παρακελεύω
- + V 0-0-0-1-1=2 Prv 9,16; 4 Mc 5,2A: to command [τινι] 4 Mc 5,2 M: to exhort [τινι] Prv 9,16
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
παρακελεύω — παρακελεύομαι recommend pres subj act 1st sg παρακελεύομαι recommend pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελεύομαι — και σπάν. ενεργ. τ. παρακελεύω Α 1. παραγγέλλω, προστάζω, δίνω εντολή σε κάποιον να κάνει κάτι 2. παρακινώ, παροτρύνω, ενθαρρύνω 3. εγκαρδιώνω και εγκαρδιώνομαι αμοιβαία, ταυτοχρόνως («θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῑς ὡς οἱ Λεοντῑνοι… … Dictionary of Greek